υποδουλώ

υποδουλώ
-όω, Μ
βλ. ὑποδουλώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποδουλώνω — ὑποδουλῶ, όω, ΝΜ [ὑπόδουλος] νεοελλ. 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, υπάγω κάποιον υπό την κυριαρχία μου ή την κυριαρχία άλλου, στερώ την ελευθερία και την ανεξαρτησία κάποιου 2. μτφ. καθιστώ κάποιον υποχείριό μου (α. «συνηθίζει να υποδουλώνει όλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”